- δογματοποιία
- δογματοποιία, η (Α)1. διδασκαλία δογμάτων, φιλοσοφικών αξιωμάτων2. διδασκαλία εκκλησιαστικών δογμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δογματοποιία — δογματοποιίᾱ , δογματοποιία maintenance of fem nom/voc/acc dual δογματοποιίᾱ , δογματοποιία maintenance of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δογματοποιίας — δογματοποιίᾱς , δογματοποιία maintenance of fem acc pl δογματοποιίᾱς , δογματοποιία maintenance of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δογματοποιίαι — δογματοποιίᾱͅ , δογματοποιία maintenance of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δογματοποιίαν — δογματοποιίᾱν , δογματοποιία maintenance of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)